Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»
H google τιμά σήμερα τον Έλληνα ποιητή Διονύσιο Σολωμό «Ο Κρητικός»
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι μια από τις εξέχουσες λογοτεχνικές μορφές του ευρωπαϊκού ρομαντικού κινήματος.
Στόχος αυτού του κειμένου είναι να διερευνήσει το ποιητικό του έργο, εστιάζοντας πάνω σε μια κριτική ανάγνωση η οποία θα αποκαλύψει τις ρομαντικές ποιότητες οι οποίες δημιούργησαν τον ιδιαίτερο αισθητικό χαρακτήρα του έργου του, τοποθετώντας τις καλλιτεχνικές εμπνεύσεις και προσανατολισμούς του Σολωμού μέσα στην πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής του.
Ο Κρητικός είναι αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη του Διονυσίου Σολωμούκαι γράφτηκε την περίοδο 1833-1834.
Ποίημα της ωριμότητας του ποιητή με το οποίο "η ελληνική ποίηση μπαίνει θριαμβευτικά στον πνευματικό χώρο της Ευρώπης και παίρνει τη θέση της πλάι στα υψηλότερα υποδείγματα της ευρωπαϊκής ποίησης"[1].

Συνδυάζει το επικό, το δραματικό και το λυρικό στοιχείο. Θεωρείται, σύμφωνα και με τον Λίνο Πολίτη σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα έργα της εντελώς ώριμης περιόδου του» και «ποίημα-κλειδί, που ανοίγει και μας οδηγεί προς τα ώριμα πνευματικά πεδία του, αλλά πριν από όλα μας εισάγει στη δική του αυτοδύναμη περιοχή» κατά τον Γιάννη Δάλλα.
"Η αξία του Κρητικού έγκειται στην απαράμιλλη λυρικότητα του και στην υποβολή που ασκούν μέχρι σήμερα στον αναγνώστη τα υψηλά, αν και κρυπτικά νοήματά του".
Πρώτη φορά το ποιητικό αυτό έργο εκδόθηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά το 1859 (έκδοση των Ευρισκομένων).
Οι στίχοι είναι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, όπως ακριβώς οι στίχοι του Ερωτόκριτου, ενώ επίσης παρατηρείται τομή στην 8η συλλαβή κάθε στίχου, χωρίζοντας τους σε δύο ημιστίχια.
Το ποίημα δεν είναι οργανωμένο σε στροφές. Αξίζει να γίνει αναφορά στις πολλές συνιζήσεις που δένουν ηχητικά τους στίχους και τελικά το ποίημα, αλλά και στο "φαινόμενο της συναισθησίας".
Το ποίημα τέλος να σημειωθεί δεν τιτλοφορήθηκε από τον ίδιο τον ποιητή, όπως και Η Γυναίκα της Ζάκυθος.
Το περιεχόμενο της αφήγησης
Το ποίημα πραγματεύεται την περιπέτεια ενός ναυαγού (που δεν κατονομάζεται) από την Κρήτη, απ' όπου έχει αναγκασθεί να φύγει ύστερα από την καταστολή της επανάστασης και τις διώξεις των Τούρκων το 1823-1824. Το πλοίο βυθίζεται και ο Κρητικός βρίσκεται στη θάλασσα, προσπαθώντας μάλιστα να σώσει την αγαπημένη του από τα άγρια κύματα, την οποία και κρατά στο ένα του χέρι. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει η αφήγηση με την τεχνική in medias res, απ' το μέσο δηλαδή της υπόθεσης.
Ο ήρωας-ναυαγός στην πορεία, σε ένα άνοιγμα του χωροχρόνου, βιώνει με ρεαλισμό δοσμένα φανταστικά επεισόδια.
Ακούει την σάλπιγγα, τινάζει τα σάβανα και τρέχει για να συναντήσει την αγαπημένη του· συναντά άλλους νεκραναστημένους και τους ρωτά για εκείνην.
Ομολογεί την αιώνια αγάπη και τη θέλησή του να κριθεί μαζί της. Πληροφορείται πως και εκείνη τον αναζητά, με ανυπομονησία μάλιστα, ενώ ο κόσμος καίγεται ολόγυρα τους.
Τα επεισόδια αυτά, να σημειωθεί δεν δίνονται από τον ποιητή συνειδητά ως προϊόντα παραισθήσεων, ούτε ως παράγωγα παράκρουσης, έτσι ώστε η λογική τάξη και η συνοχή του κόσμου να διασαλεύται αλλά και να αμφισβητείται. Στην περίπτωση του Κρητικού, κατά τον Γιάννη Δάλλα, "τα οράματα υλοποιούνται, γίνονται προσλήψιμα λογικά συστατικά της περιπέτειας και της σχετικής πλοκής του μύθου.
Τα φανταστικά επεισόδια αποδίδονται ως ισότιμα των άλλων και έτσι αντιμετωπίζονται: ως τμήματα αναπόσπαστα μιας και της αυτής πραγματικότητας.[7]"
Δεν είναι δηλαδή εκδοχές του θαυμαστού και του παράδοξου αλλά αποκαλύψεις της "κρυφής ή άγνωστης πλευράς αυτού του κόσμου". Πρόκειται λοιπόν για ένα δραματικό κυρίως μονόλογο με λυρικά, αφηγηματικά αλλά πρωτίστως φανταστικά στοιχεία. Μια αυτοψία μάλιστα στα Αυτόγραφα του Κρητικού (ΑΕ 354-363 ως προς την ζύμωση και 363-380 ως προς τη συγκρότηση του) μαρτυρεί για τα πρωτεία του φανταστικού κάτι που φαίνεται και στη δομή και την ακολουθία των επεισοδίων του έργου.
Το ποίημα βέβαια δεν παύει να είναι εμπνευσμένο από τους αγώνες των Κρητικών για ανεξαρτησία κατά την περίοδο 1823-1824, τις κακουχίες των προσφύγων, καθώς και από την απώτερη καταγωγή του ίδιου αφού η οικογένεια του Σολωμού (Πέτρος και Νικόλαος Σολωμός) είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο το 1669 προκειμένου να γλιτώσει από τις διώξεις των Τούρκων.
Ειδικότερα, στο χρονικό επίπεδο της αφήγησης, οι Τούρκοι είχαν πετύχει την κατάληψη της Μεσαράς και των Σφακίων (23-24). Ως επακόλουθο πολλές χιλιάδες Χριστιανών από τη νότια και δυτική Κρήτη κατέφυγαν με πλοία προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Δυτική Πελοπόννησο και τα Επτάνησα.
Να σημειωθεί πως το ίδιο θέμα πραγματεύεται και το ποίημα-μπαλάντα Hero und Leander («Ηρώ και Λέανδρος») του Γερμανού ποιητή Σίλλερ, όπως και η τραγωδία του Γκριλπάρτσερ «Τα κύματα της θάλασσας και του έρωτα», όπως και του Μονταίν:
Ένα βράδυ, από κύματα ισχυρά νικημένος,
και βλέποντας, ο γενναίος ερωτευμένος,
ότι, κυρίαρχο το πέλαγος, έπαιζε μαζί του,
μίλησε στα κύματα, και είπε η φωνή του:
Αφήστε με τώρα να σας διασχίσω
και φυλάξτε μου τον θάνατο, όταν γυρίσω.[8]
αλλά και η σύνθεση του Μπάυρον «Η νύμφη της Αβύδου». Η αφετηρία των ποιημάτων εντοπίζεται στην ύστερη αρχαιότητα, τον 5ο με 6ο αιώνα μ.Χ, στο ομώνυμο επύλλιο του Μουσαίου «Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον»[9].
Ο Σολωμός στον "Κρητικό" όχι μόνο πλάθει τον αφηγηματικό του κορμό με κατακτημένο αισθητικά τρόπο που του δίνει μια νέα και πρωτότυπη διάσταση, συναιρώντας διαφορετικές παραδόσεις και οπτικές, αλλά και αλλάζει το περιεχόμενο, αφού στην περίπτωση του Κρητικού ο ήρωας δεν πνίγεται όπως στον Σίλλερ, αλλά είναι ένας ναυαγός που παλεύει με τα κύματα μαζί με την "καλή" του.
Μετά το όραμα της Φεγγαροντυμένης ο Κρητικός επίσης φτάνει στην ακτή και την αποθέτει πεθαμένη. Τέλος, δεν ακολουθεί ο θάνατος του ήρωα, αλλά αντίθετα συνεχίζει στην Κέρκυρα ως πρόσφυγας πλέον όπου και αναβιώνει την εμπειρία αφηγούμενος την:
"Πιστέψετε που ό,τι θα πω είναι ακριβή αλήθεια".
Τέλος, η πρόλευση του μύθου ενώ στον Σίλλερ είναι φιλολογική, το ποίημα του Μουσαίου, στον Κρητικό έχει δειχθεί πως στηρίζεται σε μια αφόρμηση ιστορική[10].
Όπως γνωρίζουμε, κυρίως από τον πολύτιμο φίλο του, βιογράφο και πρώτο εκδότη του, τον Ιάκωβο Πολυλά, ο Σολωμός υπήρξε ένα ανήσυχο πνεύμα που διέθετε ένα αληθινό πάθος για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Στην Ιταλία, σπούδασε τη λατινική και ιταλική λογοτεχνία και αφιερώθηκε κυρίως στην ανάγνωση των μεγάλων ποιητών: του Βιργίλιου, του Dante Alighieri, του Torquato Tasso και του Πετράρχη.
Οι σπουδές του επηρεάστηκαν από τους διακεκριμένους ιταλούς συγγραφείς, όπως τον φημισμένο ποιητή Ugo Foscolo, μία από τις εξέχουσες μορφές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, του οποίου το έργο θαύμαζε ο Sir Walter Scott, και τον λογοτεχνικό κριτικό Vicenzo Monti.
Κατά την ίδια περίοδο, ο Διονύσιος Σολωμός άρχισε να διαμορφώνει το δικό του ποιητικό έργο, γράφοντας ιταλικά.
Συνέθεσε αρκετά ποιήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το La Distruzione di Gerusalemme (Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ) και την Ode per la prima messa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία).
Διαβάζοντας αυτά τα πρώιμα ποιήματα, διαπιστώνουμε μια τυπική ρομαντική και φαντασιακή ατμόσφαιρα, που είναι εγγενής στις σολωμικές συνθέσεις.
Τα μεγάλα ρομαντικά θέματα, όπως τα πάθη τού εσταυρωμένου Χριστού, η σύλληψη ενός μυστικιστικού και θρησκευτικού Υψίστου (sublime), η γεμάτη φαντασία εξέγερση του Σατανά ενάντια στην ιδέα ενός παντοδύναμου Θεού, εμπνέουν τις ποιήσεις του, επηρεασμένα κυρίως από τον Dante Alighieri και τον Torquato Tasso (που ήταν οι αγαπημένοι πρόγονοι των ευρωπαίων ρομαντικών ποιητών), καθώς και από τον Alessandro Monzoni, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε εκδώσει το φημισμένο ποιητικό του έργο "Inni Sacri".
Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Σολωμός δεν υπήρξε απλά "οπαδός" του ρομαντικού κινήματος, τόσο μορφολογικά όσο και ως προς τη φιλοσοφία της τέχνης και τη θεωρία της ανθρώπινης πράξης. Ο Σολωμός υπήρξε συνδιαμορφωτής της ρομαντικής αντίληψης για τη λογοτεχνία και την ποίηση, ισάξιος των πλέον σημαντικών λογοτεχνικών μορφών της εποχής του: τον Wordsworth και τον Coleridge, τον Goethe και τον Holderlin.
Όταν το 1818 ο Διονύσιος Σολωμός αποφάσισε να επιστρέψει στο γενέθλιο νησί του στη Ζάκυνθο, ασφαλώς γνώριζε ότι θα παρέμενε εκεί. Με τη συντροφιά ενός φιλολογικού κύκλου φίλων του, συνέχισε να συνθέτει ποιήματα στα ιταλικά, καθώς και σάτιρες και πρόζες.
Η γνώση που διέθετε για την ποιητική παραγωγή της εποχής του είναι αξιοσημείωτη. Μελέτησε την αγγλική ποίηση και πεζογραφία, και τα έργα των Milton, Byron, Shelley και Coleridge που προσέφεραν τις πηγές μιας πλούσιας έμπνευσης.
Αλλά το κρίσιμο σημείο της στροφής του στην ποιητική του παραγωγή συνέβη το 1822, όταν συνάντησε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Κάτω από την επίδραση του Τρικούπη, ο Σολωμός άρχισε πλέον να γράφει στην ελληνική: δηλαδή στη μητρική του γλώσσα.
Βέβαια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Σολωμός ήλθε από την Ιταλία έχοντας στην ψυχή του και στον νου του το ιδεώδες του Dante Alighieri (ένα ιδεώδες που το διατήρησε μέχρι τον θάνατό του): Επιθυμούσε να δημιουργήσει όχι μόνο μια καινούργια ελληνική λογοτεχνία, αλλά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Dante, να δημιουργήσει μια καινούργια ελληνική γλώσσα. Γλώσσα, ποίηση και ελευθερία αποτελούσαν για τον Σολωμό μια απόλυτη ενότητα, και έτσι η προτροπή του Τρικούπη λειτούργησε πάνω του ως ένα ισχυρότατο ερέθισμα για τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις.
Η επιστροφή του Σολωμού στην καθομιλούμενη ελληνική γλώσσα υπήρξε ένα σημαντικό πρόταγμα, ανάλογο με εκείνο που ακολουθούσαν και άλλοι ευρωπαίοι ποιητές της ρομαντικής εποχής. Και αυτοί επίσης έπρεπε να αγωνισθούν ενάντια στην απαρχαιωμένη ποιητική γλώσσα τού 18ου αιώνα. Και αυτοί έπρεπε να επιστρέψουν στην καθομιλούμενη γλώσσα του λαού, και μέσω μιας οξυδερκούς παρατήρησης των καθημερινών πραγμάτων και μιας επιλογής τής αληθινής γλώσσας σε μια κατάσταση ζώσης εναίσθησης, να αποκαταστήσουν, μέσα στο άψυχο σώμα της ποίησης, τη δύναμή της, τη ζωντάνια της και την απλότητά της.
Η πρώτη ελληνική σύνθεση του Σολωμού ήταν ένα μικρό ποίημα με τίτλο "Η Ξανθούλα". Όμως ο Σολωμός δεν ήταν ο ποιητής μικρών ποιημάτων: "μετά από λίγες μέρες άρχισε να συνθέτει τον Ύμνο του στην ελευθερία, τον οποίο ολοκλήρωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα". Ο Ύμνος στην Ελευθερία καθιέρωσε τη φήμη του Σολωμού ως μεγάλου ποιητή.
Ο ένθερμος ενθουσιασμός του προς την ελευθερία, η απεριόριστη αντίθεσή του προς τις σκοτεινές δυνάμεις της ανελευθερίας, η παρότρυνσή του προς τον λαό να απαλλαγεί από μια σκληρή τυραννία, έκαναν τον «Ύμνο» ένα μανιφέστο του προοδευτικού ρομαντισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι μεγάλοι γάλλοι ρομαντικοί ποιητές Victor Hugo, Lamartin και Chateaubriand τον χαιρέτισαν με ενθουσιασμό. Ο Alessandro Manzoni σκόρπισε τη φήμη του στον λαό της Ιταλίας. Πρέπει, ωστόσο, εδώ να προσθέσω ότι ο «Ύμνος στην Ελευθερία» του Σολωμού παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τη σύνθεση του άγγλου ρομαντικού ποιητή Persy Bysshe Shelley "Ode to liberty", που γράφτηκε το 1820 oμοιότητες οι οποίες δεν προέρχονται από μια απ' ευθείας επιρροή, αλλά από έναν κοινό μύθο και ένα κοινό υπόβαθρο ιδεολογικό που το μοιράζονταν όλοι οι ευρωπαίοι ρομαντικοί.
Όμως, η κυριότερη ποιητική σύνθεση του Σολωμού κατά την περίοδο 1823-1833 είναι αναμφισβήτητα το αφηγηματικό ποίημα "Ο Λάμπρος". Στη σύνθεση αυτή αναγνωρίζουμε ένα αυθεντικό ρομαντικό έργο, ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Οι θεματικές του ποιήματος είναι τυπικά ρομαντικές: Ο σατανικός χαρακτήρας του ήρωά του Λάμπρου, που παραμένει ευγενής μέσα στα εγκλήματά του, "καθαρός μέσα στον σατανισμό του" η ενασχόληση με τον θάνατο και την τρέλλα η σημαίνουσα συμβολή της αιμομιξίας το δαιμονικό Ύψιστο που συνδιάζεται με τον εμψυχωμένο έρωτα της ελευθερίας το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας το όνειρο ως υπέρτατη πραγματικότητα το παθητικό τραγούδι ο τρόμος του εφιάλτη. Η σύνθεση είναι γραμμένη σε ottava rima, μια ποιητική μορφή κοινή στους ευρωπαίους ρομαντικούς, την οποία είχε επεξεργασθεί κυρίως ο Lord Byron.
Το 1833 δεκαέξι στροφές του "Λάμπρου" δημοσιεύθηκαν στην "Ιόνιο Ανθολογία", χωρίς το όνομα του ποιητή. Μετά τη δημοσίευση, ο Σολωμός είπε στον φίλο του Ιάκωβο Πολυλά: "ο Λάμπρος θα παραμείνει απόσπασμα". Πρόκειται, πράγματι, για μια τυπική ρομαντική δήλωση. Στην πραγματικότητα, όλα τα ποιητικά έργα του Σολωμού παρέμειναν αποσπασματικά. Είναι φανερό ότι για τον Σολωμό (όπως και για τους Coleridge και Holderlin) ο υπέρτατος σκοπός της τέχνης ήταν το απόσπασμα. Και αυτός ήταν ο λόγος που, όπως έχει παρατηρηθεί, οδηγούσε τον Σολωμό από το ένα μη τελειωμένο έργο του στο άλλο, από τον ηρωικό στον μυστικιστικό ρομαντισμό, από την ελληνική γλώσσα στην ιταλική γλώσσα, και αντιστρόφως. Για τον Σολωμό, τα μέρη του ποιήματος δεν είναι δυνατόν να ενώνονται: η ενότητα και η συνέχεια ποτέ δεν μπορεί να εγκαθιδρυθούν, διότι είναι οι ελλείποντες δεσμοί εκείνοι που δημιουργούν την ομορφιά, δηλαδή την ομορφιά του αποσπάσματος το οποίο εκφράζει την αγωνία του καλλιτέχνη να συλλάβει το ανέφικτο άπειρο της Απόλυτης Αλήθειας.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της παραμονής του στη Ζάκυνθο, ο Σολωμός έγραψε το πιο λαμπρό από τα έργα του: τη "Γυναίκα της Ζάκυθος". Το χειρόγραφο φέρει τη χρονολογία 1829 και η σύνθεσή του θα πρέπει να έγινε μεταξύ του 1827 και του 1828, λίγο πριν από την αναχώρησή του για την Κέρκυρα.
Το έργο είναι γραμμένο σε πρόζα, σύμφωνα με την αισθητική πεποίθηση του Σολωμού (κοινή στους ευρωπαίους ρομαντικούς) να χρησιμοποιούνται πεζοί ρυθμοί στην ποίηση και λυρική πρόζα στην πεζογραφία. Όπως παρατηρεί ο λογοτεχνικός κριτικός Romilly Jenkins στο βιβλίο του για τον Σολωμό, εδώ ο αφηγητής είναι ο Διονύσιος Ιερομόναχος, ο οποίος περιγράφει τη Γυναίκα της Ζάκυνθος και τα εγκλήματά της και μπορεί να δει ένα όραμα για την έσχατη καταδίκη της. Αυτή η εισαγωγή του προφητικού στοιχείου παρέχει στο έργο έναν ισχυρά αποκαλυπτικό τόνο, ο οποίος είναι εμπνευσμένος από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, και οσάκις καλούμεθα να ερμηνεύσουμε τους χαρακτήρες του έργου θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι είναι κατ' εξοχήν συμβολικοί και προφανώς έχουν σχεδιαστεί κατ' αυτόν τον τρόπο.
Το 1828 ο Διονύσιος Σολωμός περνά από τη Ζάκυνθο στην Κέρκυρα όπου θα ζήσει μέχρι τον θάνατό του. Η περίοδος της Κέρκυρας είναι η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του Σολωμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στρέφεται στη μελέτη της γερμανικής ποίησης και φιλοσοφίας. Μελετά τους γερμανούς ρομαντικούς φιλοσόφους και ιδιαίτερα τους Hegel, Schelling και Schiller και η ποίηση των Goethe, Schiller, Klopstock, Novalis προσελκύει το ενδιαφέρον του. Ταυτόχρονα, στρέφεται προς τη δημοτική ελληνική λογοτεχνία, και ιδιαίτερα στα δημοτικά τραγούδια και στη μεσαιωνική κρητική λογοτεχνία. Από ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι ο Σολωμός μελετούσε συνεχώς το κρητικό επικό ποίημα "Ερωτόκριτος" του Βιτσέντζου Κορνάρου. Κάτω από την επίδραση αυτού του επικού ποιήματος άρχισε να συνθέτει την πρώτη μεγάλη σύνθεση της ώριμης περιόδου του: το ποίημά του "Ο Κρητικός". Το τελευταίο και πλέον φιλόδοξο ποιητικό έργο του Σολωμού υπήρξε το ανολοκλήρωτο σύνθεμά του "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου