Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΑΤΡΑ



ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ.
·         «Μαθαίνουμε την ιστορία της αρχιτεκτονικής σπουδάζοντας τα μνημεία και τους ναούς κάθε περασμένης εποχής που κατά ένα κύριο λόγο δεν είναι παρά γλυπτικά ή ζωγραφικά έργα. Και αγνοούμε, σε αξιολόγηση αρχιτεκτονική, τα πιο φτωχά και πιο λίγο άξια από την άποψη της πλαστικής, επειδή δεν παρουσιάζουνε οπτικό (μονάχα αισθητικό) ενδιαφέρον και επειδή ίσως ακόμη δεν έχουνε κατασκευαστεί παρά μονάχα για μιαν εφημερότητα τόση που να αρκεί για να επιτελέσουνε τον καθαρά αρχιτεκτονικό προορισμό τους: να σταθούνε δηλαδή δοχεία ζωής, πλαίσια μίας προσωπικής ζωής, φθαρτά και περαστικά, όσο και οι διάφορες χρείες και λειτουργίες που δικαιώνουν την ύπαρξή τους».
Αυτά έγραφε πριν από έξι δεκαετίες ο Άρης Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του «Τα παλιά Αθηναϊκά σπίτια», θέλοντας να αναδείξει την αξία της λαϊκής ανεπίσημης αρχιτεκτονικής, που αναπτύχθηκε μέσα στον ιστό και τις συνοικίες της πόλης σαν μία γνήσια αρχιτεκτονική λειτουργία η οποία είχε βαθειά τις ρίζες τις στην ελληνική παράδοση και στην ανάγκη στέγασης των απλών ανθρώπων.
Σήμερα διατηρούμε τη ρομαντική ανάμνηση μίας Πάτρας αρχόντισσας με τα περικαλλή της κτήρια, κατοικίες γνωστών οικογενειών εμπόρων, βιομηχάνων και πολιτικών, αλλά και λαμπρά δημόσια κτίρια, έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων της εποχής, αρκετά από τα οποία – όσα σώθηκαν – τα θαυμάζουμε σαν δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής που ενσωμάτωσε λίγο έως πολύ μιμητικά στοιχεία του ευρωπαϊκού ρομαντικού κλασικισμού και των διαφόρων εκφάνσεών του.
Την ψυχή όμως της Πάτρας θα πρέπει να την αναζητήσουμε περιδιαβαίνοντας στους δρόμους και τις συνοικίες της και η ματιά μας να πέσει πάνω σε κτίσματα ταπεινά, να ταξιδέψει σε αυλές με γεράνια και γιασεμί, σε στέγες από κεραμίδια και τοίχους πατιναρισμένους από αυτή των ανθρώπων που τις έφτιαξαν και τις βίωσαν, έρχεται σε αντίθεση με την αυθάδεια και την αλαζονεία της σύγχρονης κοινωνίας, που αντικατοπτρίζονται στα περισσότερα σημερινά δημιουργήματα, αντιπροσωπευτικά των πόθων μίας ζωής χωρίς ισορροπίες και μέτρο, χωρίς μνήμες και ανθρωπιά.
Αυτές τις μνήμες και την ανθρωπιά που θυσιάζονται στο βωμό της όποιας πρακτικής και κερδοφόρας αντίληψης, μπορούμε ακόμη να τις βρούμε ζωντανές σε μερικές γωνιές της πόλης μας, σε κάποια στενά της απάνω πόλης, στα ανηφορικά στενά που απλώνονται σαν ιστός αράχνης στο Βλατερό, το Τριτάκη, τα Κρητικά, τα Ταμπάχανα, την Αγία Αικατερίνη και τα Προσφυγικά.
Εκεί, στα κτίρια αυτά, έχει καταγραφεί το μεράκι και ο μόχθος του ανώνυμου τεχνίτη, το γέλιο και το κλάμα, η ανάσα και ο ιδρώτας όσων τα κατοίκησαν, στα σημάδια που άφησε το πέρασμα του χρόνου στο σκαμμένο από την βροχή και τον ήλιο ξύλο, στη ροδαλή σκουριά του μαντεμιού, την αδρή επιφάνεια της πέτρας και του ξεθωριασμένου σοβά, όπου πάνω τους έχουν γαντζωθεί τα ίχνη και οι μνήμες μιας ζωής, που γλιστρούν, φεύγουν και χάνονται πάνω στις λείες επιφάνειες του αλουμίνιου, του πλαστικού και του μπετόν.
Όλα αυτά αν και συχνά εγκαταλειμμένα και αχρησιμοποίητα, διατηρούν μέσα τους ζωή, αλλάζουν όψη και υφή κάθε στιγμή της ημέρας, καθώς ο ήλιος παίζει μαζί τους ένα αέναο εικαστικό παιχνίδι και αποκτούν μία αυτονομία, αφού από απλά πατζούρια, πέτρινα πεζούλια, κάγκελα, ρόπτρα και τζινέτια, μεταβάλλονται σε οντότητες που έχει το καθένα τη δική του ιστορία να διηγηθεί.
Και ποιος ο λόγος, σήμερα που τα πάντα σαρώνονται, να συγκινούμαστε από αυτές τις αρχιτεκτονικές μορφές; Απάντηση τα λόγια του Κωνσταντινίδη: «Να αρκεστούμε στην αλήθεια της ουσίας και της κατασκευής, δουλεύοντας για την εφημερότητα και όχι για τη μνημείωση των λειτουργιών της ζωής, που στέκουν τρεχούμενες και περαστικές, γι’ αυτό βέβαια και όλο ομορφιά και χάρη».
Ξενοφών Αργ. Παπαευθυμίου
Συντηρητής Έργων Τέχνης – Μουσειολόγος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου