Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ :Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

  Γράφει: Εριέττα Μητσοπούλου  Γ2

....Όπως ακριβώς έχει προνοήσει η φύση, η ισορροπία κρύβεται στην ποικιλία... 

Πού είμαι; 
Το μόνο που βλέπω γύρω μου είναι σκοτάδι.
Δεν μου αρέσει να μην βλέπω τίποτα, να μην ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου. 
Και ξαφνικά φως. 
Είμαι μέσα σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο.
 Ορθογώνιο, όχι πολύ μεγαλύτερο από μια μεγάλη ντουλάπα. Από το ταβάνι κρέμεται μια λάμπα, που ρίχνει στο χώρο ένα χλωμό φως. 
Το πάτωμα είναι καλυμμένο από μία μπεζ μοκέτα με λεκέδες, που χαλούν την ομοιομορφία του, όπως όσοι είναι διαφορετικοί χαλούν την ομοιομορφία στην εικόνα ενός ρατσιστή. Και οι τοίχοι… Οι τοίχοι είναι καθρέφτες. Τέσσερις τεράστιοι καθρέφτες γύρω μου. Κάθομαι σε ένα στρογγυλό σκαμπό στη μέση του δωματίου. Δεν βλέπω κάποια έξοδο.    Σηκώνω το βλέμμα μου στον καθρέφτη. Ποιος είμαι;; Βλέπω το πρόσωπο μου, τα μαλλιά μου, τα μάτια μου. Δύο καστανοπράσινα μάτια που κοιτούν πίσω σ’ εμένα. Κι έπειτα δεν είμαι εκεί. Το σώμα μου, το δωμάτιο εξαφανίζονται. Ξαφνικά, βλέπω κάτι άλλο στον καθρέφτη. 
Είμαι στο σταθμό ενός μετρό. Όμως δεν είμαι εγώ. 
Έχω μελαμψό δέρμα, σαρκώδη χείλη και κατσαρά μαύρα μαλλιά. Τα μάτια μου παραμένουν τα δικά μου. Κάποιος με προσπερνά, πέφτοντας πάνω μου, μα δεν ζητά συγγνώμη παρά μόνο φωνάζει «Είχες και στη χώρα σου μετρό;». 
Μα γιατί; Δεν έκανα τίποτα λάθος. 
Η εικόνα αλλάζει. Κοιτάζω ξανά το σώμα μου. Έχω γυναικείες καμπύλες, μακριά μαλλιά και τα δικά μου μάτια. Είμαι σε ένα χώρο συνεδριάσεων και προτείνω ιδέες. Κανείς δεν τις ακούει. 
Μερικοί δυσανασχετούν, κάποιος φωνάζει
 «Τράβα πλύνε κάνα πιάτο, αυτές είναι δουλειές για άντρες». Νιώθω άσχημα. Νέα εικόνα. Είμαι ένα μικρό, στρουμπουλό αγόρι με κόκκινα μάγουλα και τα ίδια μάτια σε ένα σχολικό προαύλιο. Τα υπόλοιπα παιδιά γελούν και με δείχνουν. «Ο χοντρός σε λίγο δεν θα χωράει από την πόρτα» φωνάζουν. Νιώθω ντροπή. Και ξανά. Είμαι μια μεσήλικη γυναίκα με καστανά μαλλιά, καστανοπράσινα μάτια και αναπηρικό καροτσάκι. Προσπαθώ να ανέβω  στο πεζοδρόμιο όμως κάποιος έχει παρκάρει μπροστά στη ράμπα.
 «Κάτσε σπίτι σου μωρή ανάπηρη» αναφωνεί ο υπερόπτης οδηγός από κάποιο κοντινό καφενείο. Ποιος είμαι;;

    Η εικόνα γυρίζει. Νιώθω να ζαλίζομαι. Είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, τα γνώριμα μάτια μου και κρατάω αγκαζέ το σύζυγο μου. Λίγο πιο πέρα μερικά νεαρά παιδιά κοροϊδεύουν ένα αγόρι στην ηλικία τους «Φυτό!» «Πήγαινε να κλάψεις στη μαμά σου». Η μητέρα όμως του αγοριού έχει πεθάνει πριν από μερικές εβδομάδες και το ξέρουν. Νιώθω θυμό να με καίει. Μα δε σέβονται τίποτα πια αυτά τα παιδιά; «Αφήστε τον ήσυχο. Θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση του» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη και τρέχουν μακριά. Νιώθω υπερηφάνεια. Στη συνέχεια, είμαι ένας άντρας, με χοντρά μαύρα γυαλιά σε ένα καφενείο. Στο δίπλα τραπέζι κάποιοι φωνάζουν σε έναν άνθρωπο για τις πολιτικές του απόψεις. Θέλω να τους πω ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να πει την άποψη του, άλλα μπορεί να επιτεθούν και σε ‘μένα. Οπότε σιωπώ. Νιώθω φόβο
Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Ποιος είμαι;;
   Το δωμάτιο και τα φώτα γυρίζουν. Ζαλίζομαι. Και τώρα; Είμαι στο διάδρομο μιας πολυκατοικίας.
Είμαι ένας παχουλός άντρας. Μόνο τα μάτια μου είναι ίδια. Φωνάζω σε ένα νεαρό άτομο από το διπλανό διαμέρισμα, επειδή αγάπησε κάποιον που δεν έπρεπε: κάποιον του ίδιου φύλου. Μα γιατί; Ποτέ δεν με έχει ενοχλήσει όσο είμαστε γείτονες.  Νιώθω αηδία. Στην επόμενη εικόνα είμαι ένα αγόρι γύρω στα είκοσι, ψηλός κι αδύνατος, με σκούρα ξανθά μαλλιά και καστανοπράσινα μάτια. Βρίσκομαι σε ένα πάρκο μία κοπέλα, που μόλις με ρώτησε αν θα ήθελα να πάω για καφέ μαζί της. «Αν δεν έχεις αναλογίες μοντέλου κορίτσι μου τι να σε κάνω;» την απορρίπτω. Έπειτα, έχω ξανά γυναικεία μορφή. Τα μάτια μου δεν έχουν αλλάξει και  τα ελαφρώς γκρίζα μαλλιά μου είναι τραβηγμένα σε ένα αυστηρό κότσο. Είμαι μέσα στο λεωφορείο και συζητάω με μια άλλη κυρία.
 «Μα το πιστεύεις; Θέλουν να χτίσουν τζαμί στη γειτονία μας! Λες και όλοι αυτοί οι άπιστοι δεν μπορούσαν να είναι χριστιανοί σαν τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους», λέω δυνατά αγνοώντας το γεγονός πως η οικογένεια που κάθεται στο πίσω κάθισμα είναι μουσουλμάνοι. Νιώθω θυμό. Όχι αυτό είναι λάθος. Ποτέ δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο. Ποιος είμαι πια;;
   Οι εικόνες αλλάζουν συνεχώς και όλα τα συναισθήματα που έχω νιώσει διαδέχονται το ένα το άλλο. Αλλάζω σκηνικά, παρουσιαστικά, απόψεις. Άλλοτε κρίνω, άλλοτε παρατηρώ άλλους να κρίνουν και άλλοτε κρίνομαι. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι τα μάτια μου. Οι εικόνες στον καθρέφτη μπλέκονται και ξεθωριάζουν μαζί με τη μορφή μου. Για μια στιγμή βλέπω τα μάτια μου, όμως μετά χάνονται και αυτά. Όταν εστιάζω ξανά δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου. Βρίσκομαι σε ένα είδος γραφείου με ένα άλλο άτομο. Ο άνθρωπος μπροστά μου, μου φωνάζει με κρίνει για την εμφάνιση μου και την κουλτούρα μου, με απορρίπτει για τις απόψεις και τις συναναστροφές μου. Προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, μα δεν βλέπω τίποτα. Ποιος είμαι;; Πως μοιάζω τώρα; Είμαι άντρας ή γυναίκα; Νέος, γέρος; Πως είναι το δέρμα μου, το πρόσωπο μου, τα μαλλιά μου; Δεν μπορώ να δω ούτε τα μάτια μου. Και ο άνθρωπος μπροστά μου συνεχίζει. Φωνάζει, χειρονομεί, φτύνει τη μια προσβολή μετά την άλλη. Θέλω να φωνάξω κι εγώ: να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Και σύντομα κάνω ακριβώς αυτό. Έχω ισιώσει το ανάστημα μου και φωνάζω στον κατήγορο μου, πως δεν έχει κανένα δικαίωμα να με κρίνει 
για τις επιλογές μου, 
τη θρησκεία μου, 
την καταγωγή μου, 
την εμφάνιση μου, 
το φύλο μου, 
το επάγγελμα μου, 
τα πιστεύω μου,
 Να με κρίνει γι’ αυτό που είμαι.
 Σε λίγο, πίσω μου βρίσκονται ο μελαμψός άντρας, η φιλόδοξη επαγγελματίας, το στρουμπουλό αγόρι με τα κόκκινα μάγουλα, η κυρία με το αναπηρικό καροτσάκι, το ηλικιωμένο ζευγάρι, ο ορφανός νεαρός, ο άντρας με τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις, το ομοφυλόφιλο ζευγάρι του διπλανού διαμερίσματος, η όμορφη κοπέλα που όμως δεν μοιάζει με μοντέλο, η οικογένεια των μουσουλμάνων και πολλοί άλλοι, οι οποίοι έχουν κριθεί άδικα, φωνάζουν μαζί μου και υπερασπίζονται τη διαφορετικότητα τους. Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ: μα ποιος είμαι;; Είμαι στ’ αλήθεια κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους; Είμαι κάποιος άλλος;;
    Τι κάνω εδώ; εγκλωβισμένος στο δωμάτιο με τους καθρέφτες, όταν έξω υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, που γίνονται καθημερινά θύματα ρατσισμού. 
Άνθρωποι, οι οποίοι ,χωρίς να έχουν φταίξει ουσιαστικά σε τίποτα, μπαίνουν στο στόχαστρο στενόμυαλων ανθρώπων, ενόσω η υπόλοιπη κοινωνία παρατηρεί αμέτοχη, παρόλο που η αδιαφορία είναι συνενοχή. Σηκώνομαι από τη θέση μου, πλησιάζω τον καθρέφτη και στηρίζω τα χέρια μου πάνω  του. Έπειτα, τον χτυπώ με όλη μου  τη δύναμη σπάζοντας το γυαλί. Τα θραύσματα πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις και μπροστά μου δημιουργείται ένα άνοιγμα. Χωρίς δισταγμό βγαίνω από το δωμάτιο.               
Καταλήγω σε ένα ανθισμένο λιβάδι, γεμάτο λουλούδια, δέντρα και θάμνους. Κοιτάζω γύρω μου και μαγεύομαι από το τα διαφορετικά χρώματα και σχήματα- είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις έστω και δύο λουλούδια, που να είναι ίδια μεταξύ τους. Και τότε επιτέλους καταλαβαίνω. Όπως ακριβώς έχει προνοήσει η φύση, η ισορροπία κρύβεται στην ποικιλία. Ψηλαφίζω το πρόσωπο μου. Τα μαλλιά μου έχουν το συνηθισμένο τους μήκος και υφή και οι καμπύλες του προσώπου μου έχουν το κανονικό τους σχήμα. Στην άκρη του λιβαδιού κυλά ένα ρυάκι. Πλησιάζω κοντά και σκύβω για να κοιτάξω την αντανάκλαση μου στα κρυστάλλινα νερά. Βλέπω ξανά το δικό μου πρόσωπο και ένα ζευγάρι καστανοπράσινα μάτια. Για μια τελευταία φορά ρωτάω τον άνθρωπο του καθρέφτη: ποιος είμαι;; 
Είμαι εγώ, μου απαντάει η αντανάκλαση. 
Είμαι ο εαυτός μου.
Και με αγαπάω γι’ αυτό που είμαι....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου